- εὐωρία
- εὐωρία, ἡ, ([etym.] ὥρα)A fineness of the season, Longus 1.9.II ([etym.] ὤρα) freedom from care, Sammelb.4324.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εὐωρία — εὐωρίᾱ , εὐωρία fineness of the season fem nom/voc/acc dual εὐωρίᾱ , εὐωρία fineness of the season fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευωρία — (I) εὐωρία, ἡ (ΑΜ) [εύωρος Ι] 1. (κατά τον Ησύχ.) ολιγωρία, αμέλεια 2. (κατά τον Φώτ.) «τὸ μὴ πάνυ φροντίζειν, ἀλλὰ ραθυμότερόν πως ἔχειν». (II) εὐωρία, ἡ (ΑΜ) [εύωρος II] η ωραιότητα τής εποχής, τής ώρας, η ευκρασία … Dictionary of Greek
εὐωρίας — εὐωρίᾱς , εὐωρία fineness of the season fem acc pl εὐωρίᾱς , εὐωρία fineness of the season fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευωριάζω — εὐωριάζω (Α) ολιγωρώ, αμελώ («εὐωριάζειν αφροντιστεῑν κατ αντίφρασιν ὥρα γὰρ ἡ φροντίς», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευωρία με σημασία «ολιγωρία, αμέλεια»] … Dictionary of Greek
εύωρος — (I) εὔωρος, ον (Α) αμελής, αδιάφορος για κάτι 2. ώριμος («εὔωρος γάμου», Σοφ.) 3. αυτός που βρίσκεται σε ευωρία, σε ωραία εποχή, σε καλή ώρα 4. (κατά τον Ησύχ.) «εὔωρος γῆ, ἡ τὰ ὡραία ἔχουσα», καρποφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + ὤρα «φροντίδα» (πρβλ.… … Dictionary of Greek